- αιμωδιώ
- (-άω) (Α αἱμωδιῶ)νεοελλ.αισθάνομαι παροδική νάρκη σε κάποιο μέλος τού σώματός μου, μουδιάζω, μυρμηγκιάζωαρχ.1. μουδιάζει το στόμα μου, ιδίως τα ούλα, από ερεθισμό που προξένησε η λήψη ξινής τροφής2. τρέχουν τα σάλια μου3. κάνω τα δόντια να μουδιάσουν.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αἱμωδιῶ παράγεται από το ουσ. αἱμωδία, που με τη σειρά του παράγεται από το ρ. αἱμωδέω, αν τα δύο τελευταία δεν είναι κοινά παράγωγα ενός αμάρτυρου τ. *αἱμωδός. Τα στοιχεία που συνθέτουν τις λέξεις αυτές είναι πιθ. τα *αἱ-μος «πόνος» (πρβλ. γοτθ. sair «πόνος» κ.ά.) + ὀδὼν «δόντι». Από τo ρ. αἱμωδιῶ προήλθαν ακόμη τα αἱμωδίασις (-η) και μσν. αἱμωδιασμός, ενώ υπό τον τύπο μουδιάζω εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα].
Dictionary of Greek. 2013.